ετεράλιος

ετεράλιος
ο
τερατογονική διάπλαση που ανήκει στην τάξη τών διπλών τεράτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. γαλλ. heteralien (< αρχ. ελλ. ετερο-* + λατ. alius «άλλος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”